Νέα Σμύρνη: Πώς φτάσαμε στην καταδίκη δύο αστυνομικών για βασανιστήρια
Την περασμένη Τρίτη, δύο αστυνομικοί της ομάδας ΔΙΑΣ που είχαν πρωταγωνιστήσει στο επεισόδιο της Νέας Σμύρνης τον Μάρτιο του 2021, με τον ξυλοδαρμό ενός νεαρού πολίτη εξ αφορμής των ελέγχων για την πανδημία, καταδικάστηκαν για το αδίκημα των βασανιστηρίων σε βαθμό πλημμελήματος. Είναι η πρώτη φορά που πράξεις αστυνομικής βίας σε εξωτερικό χώρο χαρακτηρίζονται ως βασανιστήρια με απόφαση ελληνικού δικαστηρίου. Επιπλέον, η καταδίκη των αστυνομικών είναι το τέλος της αντιστροφής της πραγματικότητας, διότι η επίσημη εκδοχή ήταν πως είχε προηγηθεί «επίθεση 30 ατόμων» σε βάρος τους, η οποία μάλιστα είχε υποκινηθεί από το θύμα.
Μήνυση σε βάρος των αστυνομικών είχε καταθέσει ο νεαρός που δέχτηκε την επίθεση κατά την προσαγωγή του στη Νέα Σμύρνη και ακούγεται στα βίντεο που τράβηξαν περαστικοί να φωνάζει «Πονάω!». Από τον φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι αστυνομικοί, με τη βοήθεια των συναδέλφων τους, είχαν προσπαθήσει να συγκαλύψουν την υπόθεση, καλώντας στον ασύρματο ενισχύσεις από όλη την Αττική. Μεταξύ άλλων στοιχείων, στο δικαστήριο κατατέθηκε μια έκθεση ανάλυσης οπτικοακουστικού υλικού που φωτίζει τα 10 κρίσιμα λεπτά στη Νέα Σμύρνη και είδε το Magazine.
Η έκθεση 27 σελίδων συντάχθηκε από τον Φοίβο Συμεωνίδη, πραγματογνώμονα ερευνητή οπτικοακουστικών πειστηρίων. Πρόκειται για την αναβαθμισμένη έκδοση προγενέστερης έρευνας της ομάδας Disinfaux Collective, η οποία είχε συγχρονίσει σε βίντεο τη θέση και τις κινήσεις των πρωταγωνιστών της υπόθεσης, το επίμαχο χρονικό διάστημα μεταξύ 14:56 και 15:06 της 7ης Μαρτίου 2021, αξιοποιώντας ανοιχτά δεδομένα, τα οποία εμπλουτίστηκαν στη συνέχεια με στοιχεία της δικογραφίας.
«Στη δίκη αναδείχθηκαν δύο βασικά ζητήματα», λέει στο Magazine ο κ. Συμεωνίδης. «Αρχικά, οι κατηγορούμενοι και οι συνάδελφοι τους που προσήλθαν ως μάρτυρες υπεράσπισης, όχι μόνο δεν μπόρεσαν να εισφέρουν σχετικά στοιχεία, αλλά αδυνατούν να τοποθετήσουν σε ορισμένο χώρο και χρόνο την “επίθεση που δέχτηκαν από ομάδα 30 ατόμων”. Επιπλέον, σε καμία στιγμή δεν προκύπτει ότι υπήρξε οργανωμένο πλήθος στην πλατεία της Νέας Σμύρνης. Ήταν λίγα, διάσπαρτα άτομα και δεν καταγράφηκε καμία κίνηση κατά των αστυνομικών», σημειώνει ο ίδιος.
ΟΙ ΔΙΑΒΙΒΑΣΕΙΣ
Την ίδια στιγμή, από την απομαγνητοφώνηση των διαβιβάσεων των εμπλεκομένων στην υπόθεση αστυνομικών προς το Κέντρο της Άμεσης Δράσης, προκύπτει ότι η πρώτη αναφορά για δήθεν εμπλοκή των δυνάμεων στη Νέα Σμύρνη συμβαίνει στις 14:56, ακριβώς τη στιγμή που ξεκινάει η βιντεοσκόπηση του συμβάντος από τους περαστικούς πολίτες. Η απομαγνητοφώνηση καλύπτει το διάστημα από 13:30 ως 20:00, και έτσι προκύπτει από το ίδιο το έγγραφο της ΕΛ.ΑΣ πως πριν τις 14:56 δεν υπάρχουν διαβιβάσεις.
Την υπόθεση φωτίζει περισσότερο η κατάθεση του εκφωνητή του Κέντρου της Άμεσης Δράσης, σύμφωνα με την οποία ο πρώτος κατηγορούμενος αστυνομικός διαβίβασε ότι δέχεται επίθεση, παραπλανώντας το Κέντρο και αναγκάζοντας άλλες ομάδες να τρέξουν στο σημείο. Πιο ειδικά, σε αναφορά αστυνομικού της ομάδας Δράση σημειώνεται ότι έφτασαν στη Νέα Σμύρνη για αναζήτηση αναρχικών, όμως «ουδείς ανευρέθη». Δύο μέρες μετά το περιστατικό, ο πρώτος κατηγορούμενος επίσης συντάσσει αναφορά στον προϊστάμενό του, τοποθετώντας την έναρξη του περιστατικού στις 15:00 και όχι νωρίτερα.
Εκείνο το μεσημέρι, εκτός από τον νεαρό-θύμα της επίθεσης, συνελήφθησαν άλλα δέκα άτομα. Δύο εξ αυτών επέβαιναν σε μοτοσικλέτα και καταθέτουν ότι εργάζονται σε κατάστημα της πλατείας κι ένας ακόμη συλλαμβάνεται μία ώρα αργότερα στο άλσος της Νέας Σμύρνης. Όλοι αναγνωρίστηκαν μόνο από τον πρώτο κατηγορούμενο αστυνομικό. Υπάρχουν δύο ακόμη ενδιαφέροντα στοιχεία. Το πρώτο είναι το πτυσσόμενο μεταλλικό γκλοπ που χρησιμοποίησε ο αστυνομικός. Δεν δόθηκε ξεκάθαρη απάντηση στο δικαστήριο αναφορικά με τη δυνατότητα χρήσης του. Το δεύτερο είναι ο αρχικός ισχυρισμός του αστυνομικού ότι το θύμα της επίθεσης προσπάθησε να αποσπάσει το όπλο ή τις γεμιστήρες συναδέλφου του, κάτι που καταρρίφθηκε στο ακροατήριο από το οπτικοακουστικό υλικό.
Να σημειωθεί ότι σε πειθαρχικό επίπεδο ο πρώτος κατηγορούμενος αστυνομικός είχε τεθεί σε αργία και στον δεύτερο είχε επιβληθεί πρόστιμο. Τα παραπάνω μέτρα, όμως, επιβλήθηκαν σε χρόνο προγενέστερο της ποινικής δίωξης για το αδίκημα των βασανιστηρίων (Μάρτιο 2021). Στην περίπτωση που η ποινική απόφαση για τα βασανιστήρια επικυρωθεί και από το Εφετείο, τότε σύμφωνα με το πειθαρχικό δίκαιο των αστυνομικών, ο διοικητικός έλεγχος πρέπει να επαναληφθεί, επισύροντας έως και το μέτρο της απόταξης.
«Η απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών στην υπόθεση της Ν. Σμύρνης έχει εξέχουσα σημασία, καθώς για πρώτη φορά χαρακτηρίστηκαν ως βασανιστήρια πράξεις αστυνομικής βίας που έλαβαν χώρα σε δημόσιο χώρο κατά το στάδιο της προσαγωγής», σημειώνει στο Magazine η Μαρίνα Δαλιάνη, δικηγόρος του νεαρού θύματος της επίθεσης, η οποία παραστάθηκε ως συνήγορος υποστήριξης της κατηγορίας.
«Το δικαστήριο, έχοντας στη διάθεση του πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό, μπόρεσε να δικάσει την υπόθεση σαν αυτόπτης μάρτυρας, απορρίπτοντας τα φανταστικά σενάρια των αστυνομικών περί δήθεν προηγούμενης επίθεσης σε βάρος τους. Με την απόφασή του αυτή πραγματοποίησε μια σημαντική τομή στη διαχρονική ατιμωρησία πράξεων αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας σε βάρος πολιτών που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των αστυνομικών δυνάμεων, χωρίς όμως να έχουν ακόμη το επίσημο δικονομικό καθεστώς του κατηγορουμένου», σημειώνει η ίδια.
Και προσθέτει: «Τέσσερις σχεδόν δεκαετίες μετά την υιοθέτηση του εθνικού νομοθετικού πλαισίου αντιμετώπισης των βασανιστηρίων, η ελληνική δικαιοσύνη δείχνει επιτέλους διάθεση εναρμόνισης με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που σταθερά υπάγει ανάλογες αστυνομικές συμπεριφορές κατά πολιτών στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 ΕΣΔΑ περί απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης».
Σχόλια